- φροίμιον
- φροίμιονopeningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φροίμιον — τὸ, Α βλ. προοίμιο … Dictionary of Greek
φροιμίοις — φροίμιον opening neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροιμίου — φροίμιον opening neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροιμίων — φροίμιον opening neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροιμίῳ — φροίμιον opening neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φροίμια — φροίμιον opening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« … Dictionary of Greek